- κοινοτροφικός
- κοινοτροφικός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κοινή φύση2. το θηλ. ως ουσ. ή κοινοτροφική (ενν. επιστήμη)κοινή φύση ή ανατροφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + τροφικός, με επίδραση ενός αμάρτυρου *κοινο-τρόφος < κοινός + -τρόφος (< τροφή < τρέφω)].
Dictionary of Greek. 2013.